υγρόπισσα

υγρόπισσα
η жидкая смола

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υγρόπισσα" в других словарях:

  • ὑγρόπισσα — liquid pitch fem nom/voc sg ὑγρόπισσον liquid pitch neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγρόπισσα — η / ὑγρόπισσα, ΝΜΑ ρευστή πίσσα, κεδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πίσσα] …   Dictionary of Greek

  • υγρόπισσα — η πίσσα που διατηρείται και σε ψυχρό περιβάλλον σε ρευστή κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑγροπίσσης — ὑγρόπισσα liquid pitch fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑγροπίσσῃ — ὑγρόπισσα liquid pitch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υγρόπισσον — τὸ, ΜΑ υγρόπισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υγρόπισσα, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • κεδρία — η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη) νεοελλ. παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι αρχ. έλαιο τής κεδρελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ία. Ο… …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»